- επιτίτλωσις
- ἐπιτίτλωσις, ἡ (Α)τίτλος, ονομασία που δίδεται σε δημόσια γραφή* (μήνυση) ή ιδιωτική γραφή (καταγγελία) για ένα ποινικό αδίκημα, ονομασία τής κατηγορίας, τού κατηγορητηρίου (α. «γραφή ἀγαμίου» β. «γραφή λειποστρατίου» κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμάρτυρο *τίτλωσις (< τιτλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.